Η παχυσαρκία είναι μια διαταραχή, που αυξάνει σημαντικά τον κίνδυνο εμφάνισης σοβαρών χρόνιων νοσημάτων κι επηρεάζει αρνητικά την ποιότητα ζωής του ατόμου.
Αν και οι κυριότερες αιτίες εμφάνισής της είναι οι «ανθυγιεινές» διατροφικές συνήθειες και η έλλειψη σωματικής δραστηριότητας, η επιστημονική βιβλιογραφία δείχνει πως υπάρχουν πολλοί άλλοι παράγοντες που συμβάλλουν στην αύξηση του σωματικού βάρους, επιδρώντας άμεσα ή έμμεσα στις συνήθειες του τρόπου ζωής ή και λειτουργώντας ανεξάρτητα από αυτές.
Ένας από τους εν λόγω παράγοντες, είναι και το στρες, μια κατάσταση που «ταλαιπωρεί» μεγάλο ποσοστό του πληθυσμού, ειδικά τα τελευταία χρόνια. Πρόσφατες μελέτες έχουν αναδείξει τη σχέση που συνδέει το στρες με την παχυσαρκία, η οποία μάλιστα, φαίνεται πως είναι αμφίδρομη.
Με λίγα λόγια, αν και οι υπεύθυνοι μηχανισμοί δεν έχουν ξεκαθαριστεί πλήρως, οι επιστήμονες καταλήγουν στο συμπέρασμα πως όχι μόνο το στρες μπορεί να οδηγήσει σε αύξηση του σωματικού βάρους, διαταράσσοντας τις διατροφικές συνήθειες, αλλά και το ίδιο το υπερβάλλον βάρος μπορεί να προκαλέσει αύξηση στα επίπεδα ορισμένων ορμονών που έχουν χαρακτηριστεί ως «ορμόνες του στρες».
Ειδικότερα, έχει φανεί πως το στρες μπορεί να δημιουργήσει έντονη επιθυμία κατανάλωσης ενεργειακά πυκνών τροφίμων με υψηλή περιεκτικότητα σε λίπος ή/και ζάχαρη, καθώς και να οδηγήσει σε κατανάλωση φαγητού πέρα από το σημείο κορεσμού. Παράλληλα, οι λεγόμενες «ορμόνες του στρες» φαίνεται πως ευνοούν την εναπόθεση λίπους στο σώμα και ειδικότερα στην περιοχή της κοιλιάς, προκαλώντας περαιτέρω επιβάρυνση. Από την άλλη, όμως, η υψηλή συσσώρευση λίπους μπορεί να επιδεινώσει το στρες που βιώνει ο οργανισμός, πυροδοτώντας την έκκριση ορμονών που σχετίζονται με αυτό.
Συνεπώς, με βάση τα παραπάνω, θα λέγαμε πως το στρες και η παχυσαρκία αποτελούν σημαντικά και πιθανότατα αλληλένδετα προβλήματα, γεγονός που σημαίνει πως η προσπάθεια διαχείρισης του ενός μπορεί να συμβάλλει στη ρύθμιση του άλλου. Αυτός, είναι άλλωστε και ο λόγος που οι σύγχρονες προσεγγίσεις για την προαγωγή της υγείας εστιάζουν στη βελτίωση του τρόπου ζωής συνολικά και όχι μεμονωμένων παραγόντων.