Η «Λαχτάρα των Υδατανθράκων» έχει περιγραφεί από τους R. και J.
Wurtman, το 1981. Σύμφωνα με αυτούς, ανήσυχα και αγχώδη άτομα
καταλαμβάνονται τακτικά από «μεγάλες πείνες», όπως αποκαλείται αλλιώς η
«Λαχτάρα για Υδατάνθρακες», από επιθυμία αποκλειστικά για σακχαρώδεις
τροφές, οι οποίες είναι και οι μόνες που θα μπορούσαν να τα ηρεμήσουν. Αυτές οι«μεγάλεςπείνες» μοιάζουν με τοξικομανία και φαίνεται ότι εξαρτώνται από τον
παρακάτω μηχανισμό: η ζάχαρη που λαμβάνεται οδηγεί σε αύξηση της σεροτονίνης.Στην πραγματικότητα, συμπληρωματικές μελέτες απέδειξαν ότι οι βουλιμικοί και άλλοι ανεξέλεγκτοι υπερφάγοι πολύ σπάνια αποζητούν αποκλειστικά σάκχαρα.
Στην περίπτωση τόσο των παχύσαρκων υπερφάγων όσο και των βουλιμικών
Με φυσιολογικό βάρος, καταναλώνονται αναλογικά περισσότερο λίπη από ότι
σάκχαρα.
Οι «μεγάλες πείνες» για σάκχαρα χαρακτηρίζονται επίσης από εποχική
κατάθλιψη, η οποία εκδηλώνεται σε καταθλιπτικές καταστάσεις που αρχίζουν
τακτικά το φθινόπωρο και εξαφανίζονται την άνοιξη. Τα συμπτώματα είναι
επιβράδυνση των ψυχικών λειτουργιών, κόπωση, υπνηλία, «μεγάλες πείνες» και
αύξηση βάρους.
Η σοκολατομανία πλήττει συχνά αθλητικούς τύπους, άτομα που έχουν ως
άξονα την επαγγελματική τους ζωή, λίγο ως πολύ κοινωνικά, με τάση να
εσωτερικοποιούν τις συγκρούσεις. Ο σοκολατομανής ενδίδει ιδιαίτερα σε
καταστάσεις άγχους ή εσωτερικής σύγκρουσης. Και εδώ ακόμα, οι ερευνητές
επικαλούνται για αυτήν την επιθυμία την επίδραση της ζάχαρης στο ποσοστό της
εγκεφαλικής σεροτονίνης αλλά και την παρουσία της φαινυλεθυλαμίνης, που
αυξάνει τη σεροτονίνη ή τα ευεργετικά αποτελέσματα του μαγνησίου, το οποίο
περιέχει η σοκολάτα σε άφθονη ποσότητα.
Η διατροφή του «τσιμπολογήματος», που ονομάζεται «διατροφικό χάος» ή
«διατροφική αναρχία», συνίσταται σε μερική ή ολική παραίτηση από τα γεύματα
παρουσία κόσμου, τα οποία αντικαθίστανται από διατροφικές λήψεις σε μικρές
ποσότητες και σε άτακτα χρονικά διαστήματα. Τα μαγειρευμένα φαγητά συνήθως
αντικαθίστανται από άλλα τρόφιμα που μπορούν να καταναλωθούν χωρίς καθόλου προετοιμασία. Το άτομο δεν τρώει πια καθισμένο στο τραπέζι με
μαχαιροπίρουνα,αλλά με τα χέρια, στα πιο παράξενα μέρη, όρθιο, κάποτε
περπατώντας, ή και ακόμα ξαπλωμένο. Αυτός ο τύπος διατροφής έχει ως
συνέπεια ενίοτε αφύσικο βάρος.
Είναι χαρακτηριστικό τόσο των ανορεξικών όσο και κάποιων παχύσαρκων ή ακόμα και ατόμων με φυσιολογικό βάρος. Εδώ, δεν αναφερόμαστε σε κάποια ψυχοπαθολογική διαταραχή, αλλά σε ένα αποτέλεσμα του πολιτισμού-τη μοναξιά και την εσωστρέφεια στον δυτικό κόσμο -ή ακόμα σε μια επιστροφή στον διατροφικό τυχοδιωκτισμό, που είναι αρχαϊκός τρόπος διατροφής.Ο όρος βουλιμία προέρχεται από τις ελληνικές λέξεις «βους» (βόδι) και «λιμός» (πείνα).
Με την έννοια αυτή μπορεί να περιγράφει δύο πράγματα: αυτόν που είναι σε θέση να καταναλώσει μια μεγάλη ποσότητα τροφής («να φάει σα βόδι»), αλλά και κάποιον που πεινάει τόσο πολύ ώστε να μπορεί να καταναλώσει στην κυριολεξία ένα ολόκληρο βόδι. Η βουλιμία έχει μακρά ιστορία και σαν ιδιαίτερη κλινική οντότητα αναγνωρίστηκε από τον Έλληνα γιατρό Γαληνό, ο οποίος την ονόμασε βουλιμία ή μεγάλη πείνα και την απέδιδε σε έναν όξινο χυμό του στομάχου, που προκαλούσε έντονα αλλά λανθασμένα μυνήματα πείνας.
Χειρόγραφα και τυπωμένες εργασίες , από τον 14ο ως τον 20ο ιώνα,επιδεικνύουν ευρεία χρήση του όρου «βουλιμία» καθώς και μια ποικιλία όρων όπως, «κυνορεξία», «σκυλίσια όρεξη», και «νοσηρή πείνα». Η χρήση του όρου «βούλιμος» στην Αγγλική γλώσσα, χρονολογείται από το 1398. Το 1892, στο Λεξικό της Ψυχολογικής Ιατρικής (dictionary of psychological medicine) του Tuke, υπάρχει ο ισχυρισμός ότι η βουλιμία και η σκυλίσια όρεξη, (όρος που αποτελούσε τύπο της καθομιλουμένης, για να χαρακτηρίσει την πρωτόγονη σκυλίσια όρεξη, η οποία συχνά ανακουφιζόταν από την πρόκληση εμετού),αποτελούσαν την ίδια κατάσταση.